- διαζωννύω
- (αόρ. διέζωσα) μετ. опоясывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαζωννύω — (AM διαζωννύω και διαζώννυμι) περισφίγγω, σφίγγω με ζώνη μσν. διαζώννυμι και διαζώννυμαι εξουσιάζω, κατέχω αρχή αρχ. 1. περικυκλώνω, περιζώνω 2. διαχωρίζω 3. μέσ. ζώνομαι στη μέση … Dictionary of Greek
διαζωννύω — διαζώννυμι gird round pres subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάζωστος — η, ο [διαζωννύω] αυτός που δεν περιζώστηκε ή δεν μπορεί να περιζωστεί, ο άζωστος … Dictionary of Greek
διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… … Dictionary of Greek
διάζωση — η (Α διάζωσις, εως) [διαζωννύω] περίζωση … Dictionary of Greek
διάζωσμα — διάζωσμα, το (Α) [διαζωννύω] 1. η ζώνη 2. το διάζωμα 3. η ζωφόρος ή το γείσο … Dictionary of Greek
διαζώστρα — η (Α διαζώστρα) [διαζωννύω] 1. η ζώνη 2. το διάζωμα … Dictionary of Greek